- χρυσοκόραλλος
- χρυσο-κόραλλος, ἡ,A 'gold-coral', name of several metals, Ps.-Democr.p.44B.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χρυσοκόραλλος — gold coral fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσοκόραλλος — ἡ, Α ονομασία διαφόρων μετάλλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + κοράλλ ιον, κατά τα δευτερόκλιτα θηλ. σε ος] … Dictionary of Greek
χρυσοκοράλλου — χρυσοκόραλλος gold coral fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσοκόραλλον — χρυσοκόραλλος gold coral fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσοκοράλλιον — τὸ, Α [χρυσοκόραλλος] υποκορ. τ. τού χρυσοκόραλλος … Dictionary of Greek